Του Νίκου Ξένιου
Ξεκινά ο Σταμάτης Κραουνάκης και είναι σαν να μιλά ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα [1]: «Κυρίες και Κύριοι, από το 1918 που έγινα δεκτός στο “Σπίτι των Φοιτητών” στη Μαδρίτη, ως το 1928 που έφυγα έχοντας συμπληρώσει τις σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή, έχω ακούσει πάνω από χίλιες διαλέξεις σ’ αυτή την ίδια εκλεπτυσμένη αίθουσα όπου σύχναζε η παλιά αριστοκρατία της Ισπανίας για να διορθώσει την επιπολαιότητα που ‘φερνε μαζί της γυρίζοντας από τις γαλλικές πλαζ».
Την παράσταση «Duende – Το πνεύμα της Γης» βασισμένη στην ομιλία του Λόρκα για το Ντουέντε, σε απόδοση Ολυμπίας Καράγιωργα, ανεβάζει ο Σταμάτης Κραουνάκης στο θέατρο της οδού Φρυνίχου και την πλαισιώνει με μελοποιήσεις δικές του γνωστών ποιημάτων του μεγάλου Ισπανού σε μετάφραση Ανδρέα Αγγελάκου.
Ταμπλάο και μαύροι διονυσιακοί στίχοι
Ο ίδιος ο συνθέτης είναι μια άλλη εκδοχή του Λόρκα, καλλιτέχνης με τεράστιο εκτόπισμα, που φέρνει στη ζωή μας και στα μέτρα μας ένα δοκίμιο αισθητικής με θαυμαστό τρόπο, κάνοντας δικά μας τα τάνγκος, τα τιέντος, τα ταράντος, τις σιγκιρίγιες.
«Απλά, με τον τόνο της ποιητικής μου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβυρίνθους δηλητηρίου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται μαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα μάθημα απλό για το κρυμμένο πνεύμα της πληγωμένης Ισπανίας»[3]. Ο Σταμάτης Κραουνάκης, καθισμένος σ’ ένα απλό ξύλινο τραπέζι με συγκεκριμένα αντικείμενα, μια γυάλα, τα χαρτιά του, κεριά αναμμένα ολόγυρα και ένα κόκκινο ύφασμα, αφαιρετικός όσο ποτέ, είναι το κέντρο ενός φωνητικού τρίο. Οι δυο φωνές που έχει επιλέξει να τον πλαισιώνου, ο Χρήστος Γεροντίδης και ο Κώστας Μπουγιώτης, ερμηνεύουν τους στίχους των έντεκα καινούργιων τραγουδιών του: «Κανείς δεν καταλάβαινε την ευωδιά της μελαμψής μανόλιας της κοιλιάς σου». Ο ίδιος ο συνθέτης είναι μια άλλη εκδοχή του Λόρκα, καλλιτέχνης με τεράστιο εκτόπισμα, που φέρνει στη ζωή μας και στα μέτρα μας ένα δοκίμιο αισθητικής με θαυμαστό τρόπο, κάνοντας δικά μας τα τάνγκος, τα τιέντος, τα ταράντος, τις σιγκιρίγιες.
Δίπλα στους τρεις βασικούς ερμηνευτές, ένα αναλόγιο για τον Γιώργο Ταμιωλάκη και το τσέλο του και ένα πιάνο όπου κάθεται ο Βασίλης Ντρουμπογιάννης, απαρτιώνοντας αυτή την έξοχη, λιτή σύνθεση καλλιτεχνών. Αυτοσχεδιάζοντας ως ένα βαθμό, ο Κραουνάκης πραγματοποιεί επί σκηνής ένα δρώμενο που πόρρω απέχει της ακαδημαϊκής διάλεξης, καθώς μπορεί να εντάξει το απρόοπτο στο εκφωνούμενο κείμενο του ισπανού ποιητή χωρίς να διαταράξει την αισθητική της στιγμής και δίχως να χάσει τον ειρμό του. Ενώ λοιπόν τραγουδά μαζί με τα αγόρια του: «Χίλια λογάκια αποκοιμήθηκαν στη φεγγαρόφωτη άπλα του μετώπου σου», το κοινό παρακολουθεί με κομμένη ανάσα τον ποταμό Γουαλδακιβίρ να κυλά επί σκηνής και νιώθει τον ιδρώτα και τον μπουχό της Σεβίλλης, βλέπει τη Μάλαγκα να ξεδιπλώνεται θρηνώντας, τα άλογα να τρέχουν στην παραλία του Σανλούκαρ δε Μπαραμέδα.
Η πηγή απ’ όπου αναβλύζει η έμπνευση
Πώς να το εξηγήσεις αυτό με όρους θεωρητικούς, εφόσον κανένας φιλόσοφος δεν μπορεί να καταλάβει πως το ντουέντε εκλύεται από τους Έλληνες των βακχικών οργίων και φτάνει στους χορευτές του Καντίθ και στους quatro muleros.
Με τους μυστήριους «μαύρους ήχους» που ο Λόρκα αποδίδει στο αισθητικό κατηγόρημα του ντουέντε, αναζητώντας ρίζες στο χώμα της Ανδαλουσίας και στις φωνές των τσιγγάνων του Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια ανεξήγητη, όμως κάθε άλλο παρά αφηρημένη, δύναμη χαρακτηρίζει την παράσταση. Πολύ συγκεκριμένη και απτή είναι η ενέργεια που ξεπηδά από τα λαρύγγια των τριών ερμηνευτών. Όμως «το ντουέντε δεν βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών». Πώς να το εξηγήσεις αυτό με όρους θεωρητικούς, εφόσον κανένας φιλόσοφος δεν μπορεί να καταλάβει πως το ντουέντε εκλύεται από τους Έλληνες των βακχικών οργίων και φτάνει στους χορευτές του Καντίθ και στους quatro muleros. Όπως λέει ο Λόρκα: «Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριό του τη μέρα που πήρε το κώνειο».
«Σαράντα νύχτες έσφιγγα τη μέση σου που εχθρεύεται το χιόνι», λένε με σπαρακτική φωνή οι δυο νέοι τραγουδιστές ερμηνεύοντας ποιήματα του Λόρκα σε όμορφη μετάφραση Ανδρέα Αγγελάκη: «Ανάμεσα από γιασεμιά και γύψο η ματιά σου ήταν ένα χλωρό κλαδί από σπόρους». Και ένας άντρας ντυμένος νύφη με κόκκινο πέπλο ανοίγει τα χέρια του να αγκαλιάσει το ελληνικό κοινό της εκστατικής αυτής εμπειρίας.
Η έκπληξη του ντουέντε σε μήκη και πλάτη γεωγραφικά
Ενώ η Γερμανία οφείλει την έμπνευσή της στη Μούσα, ενώ η Ιταλία την οφείλει σε κάποιον άγγελο, η Ισπανία («και η Ελλάδα», προσθέτει ο Σταμάτης Κραουνάκης) την οφείλουν στο ντουέντε.
«Συχνά, το ντουέντε του συνθέτη περνάει στον ερμηνευτή. Κι αξίζει να σημειωθεί πως ακόμα κι αν ο συνθέτης ή ο ποιητής είναι ψεύτικος, το ντουέντε του ερμηνευτή μπορεί να δημιουργήσει ένα καινούργιο θαύμα που πολύ λίγο να μοιάζει με το αρχικό δημιούργημα».
Η σπουδαία τσιγγάνα τραγουδίστρια La Malena άκουσε κάποτε μια ερμηνεία του Μπαχ κι αναφώνησε: «Ολέ! Αυτό έχει ντουέντε!» Ο Λόρκα πίστευε πως το ντουέντε θα μπορούσε να επιτευχθεί σε κάθε γωνιά της γης, και μέσω κάθε μορφής τέχνης. «Κυρίες και Κύριοι», λέει ο Λόρκα, «έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε». Αλλά, ενώ η Γερμανία οφείλει την έμπνευσή της στη Μούσα, ενώ η Ιταλία την οφείλει σε κάποιον άγγελο, η Ισπανία («και η Ελλάδα», προσθέτει ο Σταμάτης Κραουνάκης) την οφείλουν στο ντουέντε.
Το ντουέντε είναι η εναλλακτική λύση στο στυλ. Αλλά, όπως είπε κάποτε ο Νικ Κέιβ, το συναντά κανείς και στον Λέονταρντ Κοέν, και στον Βαν Μόρισον, και στον Τομ Γουέιτς και στον Νιλ Γιάνγκ. (Εγώ θα προσέθετα: και στο Wooster Group, και στον Ουίλιαμ Μπλέικ, και στον Ζαν Ζενέ, και στον Άλεν Γκίνσμπεργκ). Γιατί δεν είναι αυτονόητη έννοια για μας τους μη-ανδαλουσιανούς, ούτε έχει απαραίτητα τη φόρτιση που διατηρεί στην περιοχή ανάμεσα στη Χαέν και το Καντίξ: είναι οι σκοτεινοί ήχοι του Μανουέλ δε Φάλια στο Zorongo Gitano, είναι μια δύναμη και όχι ένας μόχθος, είναι μια πάλη και όχι μια σκέψη. Το πνεύμα της ισπανικής γης, η ταυρομαχία, αλλά και το πνεύμα που ενέπνεε τα αρχαία ελληνικά μυστήρια και τις κραυγές της σιγκιρίγια που τραγουδά ο Σιλβέριο, είναι το πνεύμα του Ελ Γκρέκο, του Γκόγια και του Θουρμπαράν. «Είναι», όπως λέει ο Λόρκα, «ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αναγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νεογέννητων πραγμάτων».
Το ελληνικό ντουέντε του Σταμάτη Κραουνάκη
Η τέχνη παραμένει ανυπεράσπιστη μπροστά στα μεγάλα προβλήματα των ημερών μας και μπορεί να ξεπεταχτεί μόνο με αυτό το συγκεκριμένο είδος ενέργειας, που ο συνθέτης κρατά σαν άσβεστη φλόγα.
Την αίσθηση αυτήν αναζητούσε η Παστόρα Παβόν, «το κορίτσι με τις χτένες», σ’ ένα ταβερνείο στο Καντίξ, μέχρι που την αναστάτωσε κάποιος που την κορόιδεψε και τότε η τραγουδίστρια ξανασηκώθηκε τρέμοντας σαν τρελή και άρχισε να τραγουδά με σκοτεινή φωνή, χωρίς ανάσα, χωρίς χρωματισμούς, αλλά με απόλυτο ντουέντε, ακριβώς όπως τραγουδούν οι νέγροι στις Αντίλλες. Η φωνή της είχε «ανοίξει» σαν τη βεντάλια που σχηματίζουν τα καρφωμένα χέρια του Ιησού.
«Το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα (…) Ο ερχομός του προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούριο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμο», λέει ο Λόρκα. Ως λέξη προκαλεί μεγάλη αμηχανία γιατί δεν μεταφράζεται. Και «εμφανίζεται», λέει ο Λόρκα, «μόνον αν υπάρχει μια πιθανότητα και μια υποψία θανάτου». Αυτή είναι η άποψη του Λόρκα.
Και αυτή είναι και η άποψη του Σταμάτη Κραουνάκη, που πειραματίζεται τολμηρά και πετυχαίνει νέες καλλιτεχνικές μορφές σχηματοποιώντας την υπαρξιακή του αγωνία σε αισθητική απόλαυση. Ο Κραουνάκης δεν κάθεται φορώντας χιτώνες, ούτε δέχεται έτοιμα αισθητικά καλούπια ανάμεσα στις δάφνες του. Ούτε χάρτες ακολουθεί, ούτε τους «σωστούς τρόπους». Γιατί η τέχνη παραμένει ανυπεράσπιστη μπροστά στα μεγάλα προβλήματα των ημερών μας και μπορεί να ξεπεταχτεί μόνο με αυτό το συγκεκριμένο είδος ενέργειας, που ο συνθέτης κρατά σαν άσβεστη φλόγα. «Το αίμα από τις φλέβες σου στο στόμα μου» λένε οι στίχοι, και ο Σταμάτης Κραουνάκης δεν έχει απλώς ντουέντε: ο Σταμάτης είναι το ντουέντε.